- ἀκαταπαύστους
- ἀκατάπαυστοςnot to be set at restmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάπαυστος — η, ο (Α ἀκατάπαυστος, ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, η, ο) [καταπαύω] ο ασταμάτητος, ο συνεχής «ακατάπαυστοι πόνοι» αρχ. «ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4) αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι «ὀφθαλμοὺς… … Dictionary of Greek
μοιχαλίδα — η (ΑΜ μοιχαλίς, ίδος) έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της νεοελλ. πόρνη μσν. αρχ. ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῑον ἐπιζητεῑ», ΚΔ) | αρχ. 1. γυναίκα που δεν πιστεύει στον θεό, άπιστη 2. η τάση… … Dictionary of Greek